σφῆνα

σφῆνα
σφήν
wedge
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σφήνα — Απλό εργαλείο που αποτελείται από ένα στερεό ανθεκτικό σώμα πρισματικής μορφής με διατομή ισοσκελούς τρίγωνου. Με το εργαλείο αυτό εξασκούνται στις δύο ίσες πλευρές του τρίγωνου (πλευρά της σ.) δυνάμεις ανώτερες εκείνων που εξασκούνται στη βάση… …   Dictionary of Greek

  • σφήνα — η 1. αιχμηρό όργανο από ξύλο ή μέταλλο: Έσχισε το ξύλο με μια σφήνα. 2. μτφ., ό,τι παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο πράγματα ή λειτουργεί όπως η σφήνα: Υπήρχαν στο λόγο του μερικές σφήνες για τη σημερινή πολιτική κατάσταση. 3. φέτα ψωμιού: Κόψε μου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σφήνα (Κυψέλη) — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ.), στην επαρχία Βάλτου, του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας …   Dictionary of Greek

  • σφηνώνω — σφηνῶ, όω, ΝΜΑ [σφήν, ηνός] μπήγω σφήνα, στερεώνω με σφήνα νεοελλ. 1. παρεμβάλλω κάτι σφιχτά μεταξύ άλλων 2. (αμτβ.) α) κλείνω ερμητικά («το παράθυρο σφήνωσε από την υγρασία») β) παθαίνω εμπλοκή («το έμβολο σφήνωσε και δεν βγαίνει») μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εκχιονιστήρας — Μηχανή κατάλληλη για τη διάνοιξη περάσματος ανάμεσα από το χιόνι. Υπάρχουν διάφοροι τύποι ε. που μπορούν να διαχωριστούν γενικά σε μηχανές που διασχίζουν το χιόνι και σε μηχανές που καθαρίζουν το χιόνι. Οι μηχανές που διασχίζουν το χιόνι,… …   Dictionary of Greek

  • επίσφηνος — ἐπίσφηνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει σχήμα σφήνας 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίσφηνον οτιδήποτε τίθεται ως σφήνα, η πρόσθετη σφήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφην «σφήνα»] …   Dictionary of Greek

  • παρασφήνιον — τὸ, Α μικρή σφήνα που τοποθετείται δίπλα στην κύρια σφήνα για να την στηρίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σφήνα + κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • αεροτρύπανο — Εργαλειομηχανή που χρησιμοποιείται για να ανοίγει τρύπες κάθε διαμετρήματος με τη βοήθεια πεπιεσμένου αέρα που παρέχεται από αεροσυμπιεστή. Οι εφαρμογές του είναι ποικίλες και σε όλους τους τομείς: την οδοποιία, την υδραυλική, τη μεταλλευτική και …   Dictionary of Greek

  • γόμφος — ο (AM γόμφος) 1. ξύλινο ή μετάλλινο καρφί 2. μικρό κομμάτι ξύλου, σφήνα που χρησιμοποιείται για τη στερέωση κινητών μερών μιας διάταξης νεοελλ. καρφί που χρησιμεύει στη σύνδεση διαφόρων εξαρτημάτων ενός μηχανισμού, βλήτρο* αρχ. σφήνα, πάσσαλος… …   Dictionary of Greek

  • διασφήνωση — η (Α διασφήνωσις) 1. διαχωρισμός, διαστολή, διάνοιγμα με σφήνα 2. παρεμβολή σαν σφήνα νεοελλ. εισαγωγή σφήνας για διάνοιξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”